- προσδίδω
- προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Νπαρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «τού προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ' ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.)νεοελλ.δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ' ών το φέγγος τής σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν», Παπαδ.)αρχ.1. δίνω ως μερίδιο σε κάποιον2. (για ιερέα που θυσιάζει) διανέμω, μοιράζω («οὐδεὶς προσδώσει μοι τῶν σπλάγχνων», Αριστοφ.)3. προσφέρω κάτι από φιλανθρωπία, ελεώ («καί πού τι καὶ βορᾶς μέρος προσέδοσαν οἰκτίραντες», Σοφ.)4. παραχωρώ, επιτρέπω5. δίνω κάτι στο χέρι κάποιου («τὸν Καίσαρα τῷ Κάτωνι προσδοῡναι τὸ δελτάριον ἐγγὺς ἑστῶτι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.